- φληναφίαν
- φληναφίᾱν , φληναφίαchatteringfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
блѧдьство — БЛѦДЬСТВ|О (14*), А с. 1.Обман, ложь, пустословие: ни инѣмъ словесьмъ тъщеславивымъ. и кычивыимъ. нъ въсприѥмъ ѥлико на пользоу соуть. съложени˫а словесъ и съставлѥни˫а. проча˫а всѣмъ ѡстави. ими же соуѥть˫а словеса. и гл҃и бл˫адьствомъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
στερεότητα — η / στερεότης, ητος, ΝΜΑ, και στερρότης ΜΑ [στερεός / στερρός] η ιδιότητα τού στερεού, η κατάσταση τού στερεού νεοελλ. 1. βαθμός αντοχής ενός αντικειμένου («έπιπλα μεγάλης στερεότητας») 2. χημ. η αντοχή τών χρωστικών υλών στους παράγοντες οι… … Dictionary of Greek